- κρατεροχειρ
- κρατερόχειρκρᾰτερό-χειρ-χειρος adj. с мощной рукой, могущественный
(βασιλεύς Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(βασιλεύς Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κρατερόχειρ — κρατερόχειρ, ειρος, ὁ (Α) αυτός που έχει δυνατό χέρι, ισχυρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρατερός + χείρ, χειρός (πρβλ. αριστερό χειρ, μονό χειρ)] … Dictionary of Greek
κρατερόχειρ — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρατερός — I (; – 321 π.Χ.). Μακεδόνας στρατηγός. Αφού διέπρεψε ως διοικητής μονάδων στις μάχες του Γρανικού (334 π.Χ.) και της Ισσού (333), στην πολιορκία της Τύρου (332), στη μάχη των Γαυγαμήλων (331) και στην εισβολή στην Υρκανία (330), έγινε ο πιο… … Dictionary of Greek